Sunday 25 March 2012

Γουίθ λοβ.

Θα μπορούσα να σ' έχω φιλήσει. Ή να σ' αφήσω να με φιλήσεις εσύ. Θα είχε ενδιαφέρον.
Αντ' αυτού, μένω με την απορία. Σκέφτομαι πράγματα που δεν έγιναν, ζεστά χέρια και τη γεύση του τζιν.
(πολυ μποέμικο ακούγεται αυτό, χωρίς να είναι)
Και όσο το σκέφτομαι, τόσο πιο συναισθηματική γίνομαι. Λέω στον εαυτό μου: "μήπως έπρεπε να το'χεις κάνει;". Δεν ξέρω αν φταις εσύ ή εγώ. Μάλλον εγώ - δεν είσαι δα και ακαταμάχητος, ενώ εγώ ειμαι συναισθηματική (κωλοευαίσθητη) ούτως ή άλλως.
Όχι, καλά έκανα.
Αν ζαλισμένη παίρνω καλύτερες - πιο συνετές - αποφάσεις απ' ότι νηφάλια, κάτι δεν πάει καλά με μένα.
'Οπως και να 'χει: δεν το έκανα, και ήταν μια καλή απόφαση - δεν προδίδω κανέναν και τίποτα, κρατάω ακέραιη μια φιλία που θέλω να κρατήσω, δεν κάνω τίποτα που να μετανιώνω.
(και όποιος ηλίθιος πει για αυθορμητισμούς, ρίσκα, και αηδίες, θα του πω: κάθε κατάσταση είναι διαφορετική. Άσε με να κάνω ότι νομίζω.)
Τελικά; Κάτσαμε όπως καθόμασταν. Σου είπα όχι (τρεις τέσσερις φορές). Δεν φιληθήκαμε. Είπαμε βλακείες και φάγαμε τσιπς και από μισό τυροπιτάκι.
Και τι θα γίνει; Θα συνεχίσουμε όπως ήμασταν, φαντάζομαι. Θα σου δανείζω βιβλία. Θα με πιάνεις στα πράσα με τις ανασφάλειές μου και θα μου λες τι γαμάτο άτομο είμαι. Θα χαμογελάω σα βλαμμένο. Θα σε πιάνουν τα δικά σου και πρώτα θα σε βρίζω και μετά θα σε ρωτάω άμα είμαι πολύ κακιά. Θα τρολλάρεις. Θα λέμε βλακείες.
Το μόνιμο πρόβλημά μου είναι ότι θέλω να σε φιλήσω ή να σε βαρέσω. Εναλλάξ. Καμιά φορά και ταυτόχρονα.
Τώρα έχω επιστρέψει στη φάση που θέλω να σε βαρέσω.


Ουπς. Τώρα πάλι θέλω να σε φιλήσω.

(Ναι. Μάλλον θα σου 'γραφα καμιά ποιητική βλακεία τελικά.)

Ελπίζω να μην το δεις ποτέ αυτό.

Με εκτίμηση,
Εγώ.

ΥΓ. Σκάσε.

Friday 23 March 2012

Μπορώ ν' αφήσω τα μαλλια μου πάρα πολύ μακριά , του είπε.
Εκείνος έγνεψε. Το δάχτυλο του διέτρεχε ακόμα τα μονοπάτια στην παλάμη της.
Θα είναι τόσο μακριά που θα με σκεπάζουν ολόκληρη. Τα πουλιά θα κάθονται πάνω τους και θα φτιάχνουν φωλιές. Θα είναι τόσο μακριά που θα σε χωράνε και σένα μέσα.
Εκείνος κοίταξε το μέτωπό της, γκριζωπό στο σκοτάδι, και τα μάτια της, που γυάλιζαν υγρά.
Θα μπορούσαμε να μείνουμε εκεί.
Γύρισε και τον κοίταξε, κι έκλεισε την παλάμη της γύρω απ' τα δάχτυλά του. Η γωνιά του στόματος της βάθυνε σ' έναν μορφασμό πριν μιλήσει. Αυτό που είπε ήταν αυτό που κι εκείνος σκεφτόταν, αλλά δεν ήθελε να πει (ό,τι ξεστομίζεις αποκτά άλλη αλήθεια).
Δε θα σταματούσε τον κόσμο απ' το να μπει.
Το ξέρω.
Έμειναν εκεί ξαπλωμένοι, με τα χέρια τους πιασμένα σφιχτα, ώσπου άρχισε να φέγγει και η αυγή έβαψε το μέτωπό της χρυσαφένιο.